εύμοχθος

εύμοχθος
εὔμοχθος, -ον (Α)
1. εργατικός, δραστήριος, σύντονος, πολύμοχθος
2. (κατά τον Ησύχ.) «εὐμόχθων
τῶν ἐπ' ἀγαθῷ ἱδρώτων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μόχθος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εὐμόχθου — εὔμοχθος laborious masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμόχθων — εὔμοχθος laborious masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόχθος — και μόχτος, ο (ΑΜ μόχθος, Μ και μόχτος) 1. σωματικός κόπος, επίπονη προσπάθεια, καταπόνηση: 2. ταλαιπωρία μσν. 1. θλίψη 2. βιασύνη, σπουδή 3. βιοπάλη αρχ. 1. στον πληθ. οι μόχθοι οι δυσχέρειες, τα βάσανα 2. φρ. «μόχθος τέκνων» μόχθος υπέρ τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”